- πύργος
- Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις. Π. κατασκευάζονταν κατά μήκος των τειχών των φρουρίων, ήδη από την αρχαιότητα· ήταν συνήθως τετραγωνικής κάτοψης και προεξείχαν από τα τείχη, έτσι ώστε να επιτηρούν και να πλαγιοβάλλουν τα μεταπύργια διαστήματα. Γενικά, οι π. αποτελούν αναπόσπαστα και χαρακτηριστικά μέρη των κάστρων, σε κάθε εποχή. Π. όμως κατασκευάστηκαν και μεμονωμένοι, τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και στις μεταγενέστερες εποχές, για λόγους αμυντικούς, ως μικρά οχυρά ή ως παρατηρητήρια ή ως φρυκτωρίες. Τέτοιοι αρχαίοι ελληνικοί π. σώζονται στα νησιά του Αιγαίου και στη Μακεδονία, ενώ π. της φραγκοκρατίας και μεταγενέστεροι σώζονται στην Αττική, στη Βοιωτία και στην Εύβοια. Πρόκειται για κτίσματα τετραγωνικής ή ορθογωνικής κάτοψης, με τρεις ή και τέσσερις ορόφους και ελάχιστα ανοίγματα· η τοποθέτησή τους σε κορυφές λόφων και η γενική διάταξή τους μέσα στον χώρο γεννούν τη σκέψη ότι απαρτίζουν πραγματικά ένα υποτυπώδες αλλά αποτελεσματικό τηλεπικοινωνιακό δίκτυο.
Είναι εξάλλου αναμφισβήτητο ότι από τη βασική μορφή του π. και τις διαφορετικές δυνατότητες που ενυπάρχουν σε αυτήν –παρατηρητήριο, αμυντικό στήριγμα, φάρος– προέκυψε η μορφή ενός άλλου ευρύτατα διαδεδομένου αρχιτεκτονικού έργου, του πυργοειδούς καμπαναριού, που τόσο στη Δύση όσο και στην Ελλάδα επαναλήφθηκε αμέτρητες φορές κι έδωσε εξαιρετικά, από κάθε άποψη, έργα. Eπιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μιναρές, το αντίστοιχο δηλαδή προς το χριστιανικό καμπαναριό συμπλήρωμα του μωαμεθανικού τζαμιού, είναι ένας ειδικού προορισμού πύργος.
Ο αμυντικός γενικά χαρακτήρας του π. και τα πλεονεκτήματα που παρέχει στον αμυνόμενο συνετέλεσαν, όπως ήταν φυσικό, στο να χρησιμοποιηθεί και ως κατοικία. Έτσι δημιουργήθηκε ο τύπος της οχυρής κατοικίας-κάστρου του Μεσαίωνα, που συναντάμε κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και άλλοι τύποι, που συχνά συναντάμε στην Ελλάδα. Από τις πιο ενδιαφέρουσες κατηγορίες των τελευταίων αυτών π. αναφέρουμε τους π. της Νάξου και τα πυργόσπιτα της Μάνης. Κατοικίες εξάλλου πυργοειδούς μορφής υπάρχουν και σε πολλές άλλες ελληνικές περιοχές, όπως στην Ήπειρο, στο Πήλιο, στη Χίο κ.α. Π. συναντάμε επίσης, και μάλιστα με επιβλητικές διαστάσεις πολλές φορές, στις ελληνικές μονές. Τα σημαντικότερα παραδείγματα υπάρχουν στις μεγάλες μονές του Αγίου Όρους. Αλλά και σε πολύ μικρότερα μοναστήρια μπορούμε να συναντήσουμε έναν π., όπως ο κυκλικός π. που σώζεται στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στους πρόποδες του Υμηττού. Αναφέρουμε τέλος τους επιβλητικούς π., νεώρια των μονών του Αγίου Όρους, τους γνωστούς αρσανάδες ή ταρσανάδες, που χρησίμευαν για τη ναυπήγηση και τη φύλαξη των ιδιόκτητων πλοίων τους.
Αρχαίος πύργος στα Αιγόσθενα (Πόρτο Γερμενό).
Πυργόσπιτο στη Μάνη.
Μια ιδιότυπη μορφή πύργου: ο aρσανάς της μονής των Ιβήρων, στο Άγιο Όρος.
Πύργος στην κοιλάδα της Αόστης (Ιταλία).
Ο πύργος Σαμπόρ στη Γαλλία, που ανακηρύχθηκε μέρος της Παγκόσμιας Πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο, ΝΜΑ1. υψηλό και οχυρό οικοδόμημα ή παράρτημα οικοδομήματος αποτελούμενο από περισσότερους τού ενός ορόφους, και χαρακτηριζόμενο από περιορισμένη οριζόντια επιφάνεια και από ύψος σαφώς μεγαλύτερο από το πλάτος, το οποίο στο παρελθόν χρησίμευε κυρίως για άμυνα, αλλά αργότερα και για ασφαλή διαμονή τών ιδιοκτητών του, κν. κάστρο, καστέλο (α. «πρέπει να κρέμονται ψηλά σ' αραχνιασμένο πύργο», δημ. τραγούδιβ. «ἐν τοῑς πύργοις τῶν τειχῶν», Θουκ.)2. μτφ. ισχυρή υπεράσπιση ή δυνατός προστάτης (α. «τὸν πύργον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσεως τὸ δόρυ», Πρόδρ.β. «τοῑος... σφιν πύργος ἀπώλεο», δηλ. ο Αίαντας, Ομ. Οδ.)3. (στον εν. και στον πληθ.) τείχη ή επάλξεις πόλεων («πέριξ δὲ πύργος εἶχ' ἔτι πτόλιν», Ευρ.)4. (στη χριστιανική λατρευτική αρχιτ.) το κωδωνοστάσιο5. φρ. «ο Πύργος τής Βαβέλ» — πύργος πιθανότατα κτισμένος σε ογκώδη τετράγωνη βάση πλευράς 90 μέτρων, πάνω από την οποία ανελισσόταν σπειροειδές ζιγκουράτ που κατέληγε σε ναόνεοελλ.1. πολύ υψηλό οικοδόμημα τού οποίου η κορυφή υπερέχει όλων τών κτισμάτων που βρίσκονται γύρω από αυτό και είναι θεατή από μεγάλη απόσταση («ο πύργος τής Πίζας»)2. ναυτ. πυργωτό θωρακισμένο υπερκατασκεύασμα τού πολεμικού πλοίου, μέσα στο οποίο είναι εγκατεστημένα τα κύρια πυροβόλα του, καθώς και το προσωπικό που διευθύνει τη βολή3. στρ. αμυντικό οχυρό οικοδόμημα που είτε είναι ενσωματωμένο με σύστημα οχύρωσης, είτε είναι μεμονωμένο και το οποίο αποτέλεσε ουσιώδες συστατικό τής οχυρωτικής μέχρι την ανακάλυψη τής μεταλλικής σφαίρας τον 16ο αιώνα4. το υψηλότερο διαμέρισμα οικίας με μορφή πυργίσκου5. πυργοειδής και βασικός πεσσός τού σκακιού6. υπερπολυτελές πολυώροφο κτίσμα («ο πύργος τής Αθήνας»)7. (κατ' επέκτ.) α) μεμονωμένο και συνήθως πολυτελές και ψηλό εξοχικό μέγαρο, έπαυλη, βίλα («η νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο», Κρυστ.)β) ψηλός τοίχος («εκεί όπου στέκει ο πύργος», Σολωμ.)γ) σωρός σε σχήμα πύργου8. (γεωμορφ.) επιφανειακές βραχώδεις μάζες με διακλάσεις και κατακερματισμένα ρηξιτεμάχη που ξεπερνούν σε ύψος τα 15 μέτρα και υπέρκεινται ενός αναλλοίωτου υποβάθρου9. μτφ. (για πρόσ.) ισχυρός, ακλόνητος («σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρίν απάνω», Ερωτόκρ.)10. φρ. α) «πύργος ελέγχου»(αερον.) ψηλό πυργοειδές οικοδόμημα που στεγάζει, σε κάθε αεροδρόμιο, την επιφορτισμένη με τον τοπικό έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας υπηρεσία, καθώς και τα σχετικά όργαναβ) «χάρτινος πύργος» — λέγεται για φαινόμενα και καταστάσεις τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι η αστάθεια, ο εφήμερος βίος και η απότομη εξαφάνιση («κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος»)γ) «κλείνομαι σε γυάλινο πύργο» — λέγεται συνήθως για να χαρακτηρίσει την εθελούσια απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο ενός ατόμου, ιδίως διανοητή ή καλλιτέχνη, ο οποίος εθελοτυφλεί έναντι τών όσων συμβαίνουν γύρω του, μακάριος μέσα στην αυταρέσκειά του| (νεοελλ.-μσν.) πυργωτή κατοικία φεουδάρχημσν.-αρχ.εκκλ. μτφ. χαρακτηρισμός τής Εκκλησίας στο σύνολό της ως οχυρού τής ανθρωπότητας, ως πύργου τής οικουμένηςαρχ.1. ψηλή τροχήλατος πολιορκητική μηχανή με την οποία ανέβαιναν στα τείχη πολιορκούμενης πόλης2. μικρή ξύλινη υπερυψωμένη κατασκευή στη ράχη τών πολεμικών ελεφάντων3. πολύ ψηλό διαμέρισμα οικίας, πιθανώς ιδιαίτερο οικοδόμημα στο οποίο διέμεναν και εργάζονταν οι γυναίκες, ιδίως οι ανύπαντρες («αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ πύργῳ ἦσαν, οὗπερ διαιτῶνται», Δημοσθ.)4. η καλύβα τού Τίμωνος τού μισανθρώπου5. τμήμα στρατιάς σε πυκνή παράταξη («πύργος Ἀχαιῶν ἄλλος ἐπελθὼν Τρώων ὁρμήσειε», Ομ. Ιλ.)6. πυργοειδές οικοδόμημα σε ιδιωτικά αγροκτήματα για επιθεώρηση τού κτήματος ή και για γεωργικές ή άλλες εργασίες («πύργος ἐν ᾧ βαφεῑον καὶ ἕτερα χρηστήρια», πάπ.)7. θήκη κύβων8. φρ. «Ζανὸς πύργος» — πυθαγόρεια ονομασία τού κεντρικού πυρός τού σύμπαντος.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος, κατά μία άποψη, εισήλθε στην Ελληνική από τη Γερμανική (πρβλ. γοτθ. baurgs «πύργος, φρούριο, πόλη», γερμ. Burg «πύργος, φρούριο») πιθ. μέσω κάποιας βαλκανικής γλώσσας. Κατ' άλλη, όμως, άποψη, πρόκειται για λ. τού προελληνικού πελασγικού υποστρώματος. Εξάλλου, έχει υποστηριχθεί ότι η λ. πύργος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (*bhrgh-o-) τής ΙΕ ρίζας *bhergh- «ψηλά», στην οποία πρέπει να αναχθεί και το όν. Πέργαμος (πρβλ. γερμ. Berg «βουνό», ΙΕ *bherghos «βουνό»), καθώς και οι τ. τού Ησύχ. φύρκοςτεῖχος και φ < ο>ύρκορὀχύρωμα. Κατά τους υποστηρικτές τής άποψης οι τύποι αυτοί προέρχονται από κάποια ΙΕ γλώσσα τής Μικράς Ασίας (πρβλ. χεττιτ. parku- «ψηλός», parkeššar «ύψος»).ΠΑΡ. πυργίδιο(ν), πυργί(ον), πυργίσκος, πυργίτης, πυργώδης, πυργώ(νω)αρχ.πυργαλίδαι, πύργειος, πυργία, πύργινος, πυργίς, πύργιτρον, πυργούχοςαρχ.-μσν.πυργηδόν, πυργήρηςμσν.πυργόεις, πυργόθεν.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πυργόβαρις (-ις), πυργοειδήςαρχ.πυργοδάϊκτος, πυργοδώματα, πυργοκέρατα, πυργομαγδώλ, πυργομάχος, πυργομαχώ, πυργοσείστης, πυργοσκάφος, πυργοφόρος, πύργοφύλαξαρχ.-μσν.πυργοδόμος, πυργοποιΐα, πυργοποιόςμσν.πυργοδόμημα, πυργοδρόμος, πυργοκάστελλον, πυργοκράτεια, πυργοκτίστης, πυργοφύλακτοςνεοελλ.πυργοδέσποινα, πυργοδεσπότης, πυργοκεφαλία. (Β' συνθετικό) αρχ. αντίπυργος, άπυργος, επτάπυργος, εύπυργος, ισόπυργος, καλλίπυργος, πολύπυργος, πρόπυργος, τειχόπυργος, τρίπυργος, υψίπυργοςνεοελλ.ακρόπυργος, καστρόπυργος].
Dictionary of Greek. 2013.